σειστός

σειστός
σεισ-τός, ή, όν,
A shaken, Ar.Ach.346.
II pendant, of earrings,

ἐνώτια χρυσᾶ σειστὰ ἐγ κιβωτίῳ IG11(2).203

B69 (Delos, iii B.C.), cf. 287 B 28 (iii B.C.), Inscr.Délos 442 B 4 (ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σειστός — shaken masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειστός — ή, ό / σειστός, ή, όν, ΝΜΑ [σείω] αυτός που σείεται, που κουνιέται, που ταλαντεύεται (α. «κι εκεί ψηλά που ο ίσκιος των σειστός περνά κι απλώνει», Γρυπ. β. «ὡς ὅδε γε σειστὸς ἄμα τῇ στροφῇ γίγνεται», Αριστοφ.) νεοελλ. αυτός που μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • σειστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σειέται, ο κουνιστός: Έρχεται σειστός και λυγιστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σειστόν — σειστός shaken masc acc sg σειστός shaken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειστοῖς — σειστός shaken masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειστά — σειστά̱ , σειστής earth shaker masc nom/voc/acc dual σειστής earth shaker masc voc sg σειστής earth shaker masc nom sg (epic) σειστός shaken neut nom/voc/acc pl σειστά̱ , σειστός shaken fem nom/voc/acc dual σειστά̱ , σειστός shaken fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερόσειστος — η, ο (για τόπους) αυτός που υφίσταται σεισμούς τών οποίων το επίκεντρο βρίσκεται σε άλλον τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο + σειστος (< σείω), πρβλ. ά σειστος] …   Dictionary of Greek

  • ευκατάσειστος — εὐκατάσειστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που σείεται εύκολα 2. αυτός που καταρρίπτεται εύκολα αρχ. αυτός που συγκινείται, που παρασύρεται εύκολα («εὐκατάσειστον εἶναι τὸν δῆμον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σειστος (< κατα σείω), πρβλ. α κατά… …   Dictionary of Greek

  • σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ …   Dictionary of Greek

  • αυτόσειστος — η, ο (για περιοχές) αυτός που έχει σεισμογόνο εστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + σειστός < σείω (πρβλ. άσειστος). Η λ. μαρτυρείται στον Η. Μητσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • ευανάσειστος — εὐανάσειστος, ον (Α) αυτός που ερεθίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα σειστος (< ανα σείω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”